ζυγούρα

ζυγούρα
η
θηλ. τού ζυγούρι*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυτοτεχνία — η, Ν (γεωπ.) σύνολο επιστημών και τεχνικών που μελετούν τις διαδικασίες παραγωγής καλλιεργούμενων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. ζωο τεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ξενοφ. Ζύγουρα] …   Dictionary of Greek

  • φυτοτομία — η, Ν ανατομική τών φυτών με σκοπό τη μελέτη τού σχηματισμού τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytotomy < φυτόν + τομία (< τόμος < τόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ξενοφ. Ζύγουρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”